Από τον Έβρο του 2020 στη Νότια Ελλάδα του 2025

Επανάληψη χωρίς μαθήματα;

Η μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας φαίνεται να κινείται ξανά σε γνωστά και επικίνδυνα μονοπάτια. Μετά την πρόσφατη τροπολογία του Ιουλίου 2025 που προβλέπει την τρίμηνη αναστολή υποβολής αιτήσεων ασύλου για όσους φτάνουν από τη Βόρεια Αφρική, η κυβέρνηση δηλώνει ότι «συντρέχουν οι προϋποθέσεις επίκλησης του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ» χωρίς όμως να το επικαλείται ρητά.

Η στάση αυτή δεν είναι πρωτοφανής. Το ίδιο σχήμα είχε χρησιμοποιηθεί και τον Μάρτιο του 2020, όταν, κατά την κρίση στα σύνορα του Έβρου, η ελληνική Πολιτεία ανέστειλε μονομερώς το δικαίωμα ασύλου, επικαλούμενη τότε κατάσταση «ανωτέρας βίας» και «υβριδική επίθεση» από την Τουρκία. Και τότε, δεν έγινε επίσημη επίκληση του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ, ούτε κοινοποίηση στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Το κράτος υιοθέτησε πρακτικά μέτρα περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων, χωρίς όμως να αναλάβει τη θεσμική ευθύνη που συνεπάγεται η επίσημη ενεργοποίηση της σχετικής πρόβλεψης.

Η πρακτική αυτή κρίθηκε από διεθνείς οργανισμούς και νομικούς φορείς ως παράδειγμα “κακής πρακτικής” στην εφαρμογή της διεθνούς προστασίας , μια επιλεκτική χρήση της έννοιας της “έκτακτης ανάγκης”, που υπονομεύει τη νομιμότητα χωρίς να επιλύει αποτελεσματικά το πρόβλημα.

Το ερώτημα είναι απλό: Μπορεί ένα κράτος να απολαμβάνει την “ασφάλεια” ενός καθεστώτος παρέκκλισης χωρίς να υπάγεται στους μηχανισμούς λογοδοσίας και ελέγχου του;

Η απάντηση, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, είναι ξεκάθαρα όχι.

Το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ έχει σχεδιαστεί για να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όπως πόλεμος ή δημόσια έκτακτη ανάγκη που απειλεί τη ζωή του έθνους. Δεν μπορεί να ενεργοποιείται —ή να «υπονοείται»— κατά το δοκούν. Και κυρίως, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πολιτικό εργαλείο για να παρακαμφθούν οι δεσμεύσεις της χώρας σε σχέση με το δικαίωμα στο άσυλο, την απαγόρευση βασανιστηρίων ή την προστασία από αυθαίρετη κράτηση.

Η πρακτική αυτή -να εφαρμόζονται περιορισμοί δικαιωμάτων που μοιάζουν με καθεστώς παρέκκλισης, χωρίς όμως να ενεργοποιείται επίσημα το άρθρο 15- δημιουργεί μια γκρίζα ζώνη νομικής αυθαιρεσίας. Το κράτος αποφεύγει την πολιτική έκθεση που θα επέφερε μια επίσημη παρέκκλιση, αλλά ταυτόχρονα αποστερεί τους θιγόμενους από τις εγγυήσεις που θα παρείχε η διαφάνεια και η τυπική διαδικασία.

Αυτό το πρότυπο διακυβέρνησης δημιουργεί κίνδυνο: την καθιέρωση μιας νέας “κανονικότητας” στην οποία η αναστολή δικαιωμάτων γίνεται αποδεκτή ως πολιτικό εργαλείο κρίσης, χωρίς σαφή θεσμικά αντίβαρα.

Υπάρχουν εναλλακτικές; Βεβαίως.

Αντί της καταφυγής σε πρακτικές νομικού ακροβατισμού, η Πολιτεία μπορεί:

  1. Να ενεργοποιήσει τα τακτικά και έκτακτα πρωτόκολλα του ευρωπαϊκού μηχανισμού υποδοχής και κρίσης (RABITs, Frontex, Υπηρεσία Ασύλου ΕΕ) για ενίσχυση υποδομών.
  2. Να ζητήσει την προσωρινή εφαρμογή ρήτρας επιμερισμού των αιτήσεων ασύλου μέσω του Κανονισμού Δουβλίνου ή ad hoc συμφωνιών με κράτη-μέλη.
  3. Να διαχειριστεί με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα τη φύλαξη των συνόρων, συνδυάζοντας την αποτροπή με εξατομικευμένη αξιολόγηση.
  4. Να νομοθετήσει “σφικτό” αλλά συνταγματικό πλαίσιο επείγουσας διαδικασίας ασύλου, χωρίς γενική αναστολή του δικαιώματος.

Κυρίως όμως, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η ασφάλεια των συνόρων και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν είναι αντίπαλοι πόλοι, αλλά βασικοί άξονες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου.

Αντί η κρίση του 2020 στον Έβρο να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή, φαίνεται ότι αποτέλεσε πρότυπο. Πέντε χρόνια μετά, επαναλαμβάνουμε την ίδια τακτική, χωρίς λογοδοσία, χωρίς νομοθετική διαφάνεια, χωρίς εξωτερικό έλεγχο.

Η ΕΣΔΑ δεν είναι εμπόδιο. Είναι ασπίδα. Όταν τη σεβόμαστε μόνο στα λόγια, διαβρώνουμε τον ίδιο τον πυρήνα του κράτους δικαίου. Αν οι θεσμοί δεν αντιδράσουν τώρα, θα βρεθούμε σύντομα να αναγνωρίζουμε καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης» για κάθε πρόκληση που δεν μας βολεύει.